κακομαχώ

κακομαχώ
κακομαχῶ, -έω (Α)
[κακόμαχος]
1. μάχομαι δόλια («πολλοὺς τῶν ἀθλητῶν ἑώρα κακομαχοῡντας», Λουκιαν.)
2. παλεύω, μάχομαι απεγνωσμένα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”